καβάλλης

καβάλλης
καβάλλης, -ου
Grammatical information: m.
Meaning: `working-horse, ἐργάτης ἵππος' (Plu., AP, H.).
Derivatives: - καβάλλ(ε)ιον n. `id.' (inscr. Callatis, H.), also metaph. = ἡ πρώτη τοῦ τρικλίνου κλίνη διὰ τὸ ἀνάκλιτον H. Further καβαλλάτιον (\< Lat. *caballatium) plant name, = κυνόγλωσσον (Ps.-Dsc.; cf. the plant names in ἱππο-, Strömberg 30); καβαλλάριος (Teukros Astrol.) = Lat. caballārius `groom' (Gloss.), with καβαλλαρικός (μύλος, τάπης Edict. Diocl.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: The PN Καβαλλᾶς (IVth cent., Rev. Arch. 1925, I 259) shows that the word is old in Greek. Like Lat. caballus, Welsh EN Caballos καβάλλης (-ης techical and popular, Chantraine Formation 30f.) is an Asiatic loan (Wanderwort), perh. like Wallach a. o. orig. an ethnic); cf. Turc. käväl adjunct of at `horse', Pers. kaval `second class horse of mixed blood'. Further OCS. Russ. kobýla `mare' and acc. to Nehring (s. u.) Skt. kapala- as adjunt of a camel(?). Connection with the Anat. peoples name Καβαλεῖς (Καβηλέες Hdt.) is uncertain, as is κάβηλος, κάληβος ἀπεσκολυμμένος τὸ αἰδοῖον H. (cf. on βάκηλος). For Lat. cabō, caballus one has suggested Etruscan origin. - Nehring Sprache 1, 164ff.; also W.-Hofmann s. caballus (with Nachtr. 853) and Vasmer Russ. et. Wb. s. kobýla; also Belardi Doxa 3, 208.
Page in Frisk: 1,749-750

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καβάλλης — καβάλλης, ὁ (Α) άλογο που χρησιμοποιείται για μεταφορές και άλλες εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Προέρχεται πιθ. από μια ασιατική ή μικρασιατική λ. που διατηρήθηκε και σε άλλες γλώσσες ως δάνειο (πρβλ. λατ …   Dictionary of Greek

  • καβάλλης — nag masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καβάλλης, Μαρίνος — (16ος αι.). Βενετός προβλεπτής (ευγενής που εκλεγόταν σε καιρούς πολέμου ή εξαιρετικών δυσκολιών με ειδικά καθήκοντα, τομείς επέμβασης και δικαιοδοσίας)στην Κρήτη. Επέδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1570.… …   Dictionary of Greek

  • καβάλλου — καβάλλης nag masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλῃ — καβάλλης nag masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλειον — και καβάλλιον, τὸ (Α) [καβάλλης] 1. καβάλλης* 2. όργανο με το οποίο τέντωναν τις χορδές τής λύρας, ο κόλλοψ* …   Dictionary of Greek

  • καβάλλιον — και καβάλλειον, τὸ (Α) [καβάλλης] 1. καβάλλης* 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη τοῡ τρικλίνου κλίνη, διὰ τὸ ἀνάκλιντρον» …   Dictionary of Greek

  • καβάλλαν — καβάλλᾱν , καβάλλης nag masc acc sg (epic doric aeolic) καβάλλης nag masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλας — καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc acc pl καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλᾳ — καβάλλαι , καβάλλης nag masc nom/voc pl καβάλλᾱͅ , καβάλλης nag masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кобыла — кобылка, также скамья для телесных наказаний арестантов; деталь струнного инструмента; приспособление для снятия сапог; саранча , укр. кобилка грудная кость у птиц; название ряда инструментов , кобила кобыла , ст. слав. кобыла ἵππος, болг. кобила …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”